προκλινής

προκλινής
-ές, Ν [προκλίνω]
αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, επικλινής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • προκλίνιο — το, Ν ναυτ. υποβρύχια προέκταση τής σχάρας ναυπηγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκλινής + κατάλ. ιον. Η λ., στον λόγιο τ. προκλίνιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”